παρθενογενετικός

παρθενογενετικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθενογένεση.
επίρρ...
παρθενογενετικά
κατά τρόπο παρθενογενετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenogenetic (< παρθενογένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”